-
1 μέτ-ωπον
μέτ-ωπον, τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die Stirn; ἤλασε μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνϑη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας μέτωπον, die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῠν μέτωπον ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; ἱδρώς, ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ μέτωπον, wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst κῶλον sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10.
-
2 τρέφω
A : [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 ἔθρεψα, [dialect] Ep.θρέψα Il.2.548
: [tense] aor. 2 ἔτρᾰφον (v. infr. B): [tense] pf. τέτροφα intr., Od.23.237, ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr. 11; but trans., S.OC 186 (lyr.); alsoτέτρᾰφα Plb.12.25h
.5:—[voice] Med., [tense] fut. θρέψομαι in pass. sense, Hp.Genit.9, Nat.Puer. 23, Th.7.49, etc.: [tense] aor.ἐθρεψάμην Pi.O.6.46
, A.Ch. 928, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. τρᾰφήσομαι Ps.-D.60.32, D.H.8.41, etc., but in early writers in med. form θρέψομαι (v. supr.): [tense] aor. 1 ἐθρέφθην, [dialect] Ep. , rare in Trag. and [dialect] Att., E.Hec. 351, 600, Pl.Plt. 310a;ἐθράφθη IG12(9).286
(Eretria, vi B. C.): [tense] aor. 2 ἐτράφην [pron. full] [ᾰ] Hom. (sed v. infr. B), A.Th. 754 (lyr.), Ar.Av. 335 (lyr.), etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔτραφεν, τράφεν, Il.23.348, 1.251: [tense] pf.τέθραμμαι Hp.Nat.Hom.5
, E.Heracl. 578, etc.; [ per.] 2pl. (but συντέτραφθε [s. v. l.] in X.Cyr.6.4.14); inf. , X.HG2.3.24 (in both with v. l. τετρ-).I thicken or congeal a liquid, γάλα θρέψαι curdle it, Od.9.246; τρέφε ([tense] impf.)πίονατυρόν Theoc.25.106
:—[voice] Pass., with [tense] pf.[voice] Act. τέτροφα, curdle, congeal,γάλα τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Ael.NA16.32
;περὶ χροΐ τέτροφεν ἅλμη Od.23.237
.II usu., cause to grow or increase, bring up, rear, esp. of children bred and brought up in a house,ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Il.8.283
;ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε Od.2.131
, cf. 12.134;εὖ ἔτρεφεν ἠδ' ἀτίταλλεν Il.16.191
, cf. Od.19.354;ἐγώ σ' ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω A.Ch. 908
, cf. Supp. 894;μέχρι ἥβης τ. Th.2.46
;γεννᾶν καὶ τ. Pl.Plt. 274a
;τ. τε καὶ αὔξειν μέγαν Id.R. 565c
: c. acc. cogn., τ. τινὰ τροφήν τινα bring up in a certain way, Hdt.2.2; alsoτῶν πρώτων μαθημάτων, ἐν οἷς οἱ παλαιοὶ τοὺς παῖδας ἔτρεφον Gal.16.691
:—[voice] Med., rear for oneself,θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν Od.19.368
;αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες Pi.O.6.46
; ; ;τεκὼν ἀρετὴν καὶ θ. Id.Smp. 212a
; :—[voice] Pass., to be reared, grow up, ;τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην Od.15.365
;ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο Il.1.251
, etc.; κάρτιστοι τράφεν ἀνδρῶν grew up the strongest men, ib. 266:—prop. a boy was called τρεφόμενος only so long as he remained in the charge of the women, i. e. till his fifth year, Hdt.1.136; ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ from the time when I left the nursery, Ar.Av. 322; but even of pre-natal growth, , cf. Th. 754 (lyr.):—generally, in Trag., ; ὅπως πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου τράφης ib. 557;κρατίστου πατρὸς.. τραφείς Id.Ph.3
: παῖδες μητέρων τεθραμμέναι true nurslings of your mothers, implying a reproach for unmanliness (s. v.l.), A.Th. 792; μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός art nursed by night alone, i. e. art blind, S.OT 374.2 of slaves, cattle, dogs and the like , rear and keep them,κύνας Il.22.69
, Od.14.22, etc.;ἵππους Il.2.766
; λέοντος ἶνιν (v. σίνις) A.Ag. 717 (lyr.); (lyr.); (cj. for στρέφουσι); ἰκτῖνα Ar. Fr. 628
;ὄρτυγας Eup.214
; ; οἱ τρέφοντες (sc. τοὺς ἐλέφαντας ) the keepers, Arist.HA 571b33;τ. παιδαγωγούς Aeschin.1.187
; alsoτ. γυναῖκα E.IA 749
; τ. [ἑταίραν], [πόρνας], keep.., Antiph. 2, Diph. 87; ὁ τρέφων one's master, Nicol.Com.1.11,36: metaph., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει he keeps a sea-beach in the house, Ar.V. 110:—[voice] Pass., to be bred, reared,δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT 1123
; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονεν καὶ τέθραπται was born and bred, Pl.Men. 85e; Ἀγαθῖνον θρεμένον (i. e. τεθρεμμένον, = θρεπτόν, v. θρεπτός 1) B (Dionysopolis, ii A. D.); Νείκην τὴν θρεμένην μου ib.276 A (Dionysopolis, ii A. D.).3 tend, cherish, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, of Calypso, Od.5.135, cf. 7.256; of plants, Il.17.53;θρέψασα φυτὸν ὥς 18.57
, cf. Od.14.175.4 of parts of the body, let grow, cherish, foster,χαίτην.. Σπερχειῷ τρέφε Il.23.142
;τῷ θεῷ [πλόκαμον] τ. E.Ba. 494
;ὑπήνην ἄκουρον τ. Ar.V. 476
(lyr.); τ. κόμην, = κομᾶν, Hdt.1.82; : also τά θ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν things which put fat on swine, Od.13.410;τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν X.Mem.2.1.22
.5 in Poets, of earth and sea, breed, produce, teem with,οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τ. ἀνθρώποιο Od.18.130
;ἄγρια, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη Il.5.52
;φάρμακα, ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών 11.741
;ὅσ' ἤπειρος.. τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th. 582
;πολλὰ γᾶ τρέφει δεινά A.Ch. 585
(lyr.), cf. 128, E.Hec. 1181;θάλασσα.. τρέφουσα πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959
; ὃν πόντος τ., i. e. the sailors, Pi.I.1.48: rare in Prose,ἀεί τι ἡ Αιβύη τρέφει καινόν Arist. GA 746b8
.6 in Poets also, simply, have within oneself, contain, (lyr.), cf. Tr. 817; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν to keep his tongue more quiet, Id.Ant. 1089;ἡ γλῶσσα τὸν θυμὸν δεινὸν τ. Id.Aj. 1124
;τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω Id.OT 356
(so in Pl.,τ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινόν R. 606b
);τ. νόσον S. Ph. 795
;ἐκ φόβου φόβον τ. Id.Tr.28
; (lyr.); οἵας λατρείας.. τρέφει what services.. she has as her lot, ib. 503; ἐν ἐλπίσιν τρέφω.. ἥξειν I cherish hopes that.., Id.Ant. 897; τὸν Καδμογενῆ τρέφει.. βιότου πολύπονον [πέλαγος] is his daily lot, Id.Tr. 117 (lyr., but Reiske's cj. στρέφει is prob.);πόνοι τρέφοντες βροτούς E.Hipp. 367
(lyr.).III maintain, support,τ. ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω A.Ch. 921
, cf. Pi.O.9.106; ;τ. τὸν πατέρα Aeschin.1.13
;τὴν οἰκίαν ὅλην D.59.67
; ;τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρέφοντο X.An.4.5.25
; γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τ., Id.Mem. 4.3.10; σίτῳ, ὄψῳ, Id.Lac.1.3; feed a patient, Gal.15.503, 19.185; provide the food for an employee, σοῦ τρέφοντος αὐτόν, ἐμοῦ δὲ ἱματίζοντος (ii A. D.); alsoτ. ἀπό τινος Pl.Prt. 313c
, X.HG2.1.1; (lyr.), cf. Pl.R. 372b.2 maintain an army or fleet, Th.4.83, X.An.1.1.9 ([voice] Pass.);τ. τὰς ναῦς Th. 8.44
, X.HG1.5.5, 5.1.24; τ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων ib.4.8.9;ἐκ τῶν κωμῶν τρέφεσθαι Id.An.7.4.11
, etc.3 of land, feed, maintain one,τρέφει γὰρ οὗτος [ὁ ἀγρὸς].. με Philem.98.2
, cf. Men.63, 466, al.4 of women, feed or suckle an infant, ; γυνὴ τρέφουσα ib.87; ἡ τρέφουσα, = ἡ τροφός, Gal.6.44.5 of food, nourish,τὰ Ἡρακλεωτικὰ τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀμυγδάλοις Diocl.Fr.126
, cf. 117;ἡ οὐκ ἐπιτηδείως τῷ σώματι διδομένη τροφὴ οὐ τρέφει Sor.1.49
;πυρῶν.. ὅσοι κοῦφοι.. ἧττον τρέφουσι Gal.Vict.Att 6
;τὸ δέρμα πᾶν αὐτοῖς ὡς ἂν ὑπὸ φλεγματ ώδους αἵματος τρεφόμενον οἰδαλέον γίνεται Id.18(2).118
, cf. 106.IV bring up, rear, educate, Hes.Fr.19, Pi.N.3.53, etc.;τῷ λόγῳ τ. καὶ παιδεύεις Pl.R. 534d
;θρέψαι καὶ παιδεῦσαι D.59.18
; ; ἡ θρέψασα (sc. γῆ ) the motherland, Lycurg. 47:—[voice] Med., ; ἡ θρεψαμένη one's motherland, Lycurg.85:—[voice] Pass., ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι, Pl. R. 401e, Alc.1.120e; παιδείᾳ, ἐν ταύτῃ τῇ παιδείᾳ τ., Id.Lg.695c, X. Cyn.1.16;ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Th.2.44
;ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 172c
;ἐν χλιδῇ X.Cyr.4.5.54
;ἐν ἐλευθερίᾳ Pl.Tht. 175d
, Mx. 239a;ἐν ἄλλοις νόμοις Arist.Pol. 1327a14
;ἐν φωνῇ βαρβάρῳ Pl.Prt. 341c
;πάσαις Μούσαισι BCH50.444
(Thespiae, iv A. D.).V the [voice] Pass. sts. came to mean little more than to be, ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (sc. τὸ γένος) Ar.Av. 335 (lyr.), cf. Th. 141, S.OC 805.B Hom. uses an intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. ἔτραφον in pass. sense (which is to τρέφομαι, τέτροφα (intr.) as ἔδρακον to δέρκομαι, δέδορκα, etc.),ὃς.. ἔτραφ' ἄριστος Il.21.279
; ; τραφέμεν ([dialect] Ep. for τραφεῖν) 7.199, Od.3.28, al.; ἐπεὶ τράφ' ἐνὶ μεγάρῳ, i. e. when he was well-grown, Il.2.661:—as trans. the [tense] aor. 2 is used by Hom. only in Il.23.90, and τράφε in Pi.N.3.53 is [dialect] Dor. [tense] impf.:— ἐτράφην is perh. post-Homeric; [ per.] 3sg. τράφη is v. l. in Il.2.661, [ per.] 1pl. ἐτράφημεν and [ per.] 1sg. ἐτράφην ([etym.] περ) vv. ll. in 23.84; τράφη is in all codd. of 3.201, 11.222, which should prob. be emended from 2.661; [ per.] 3pl.ἔτραφεν 23.348
(v.l. ἔτραφον), Od.10.417 (v.l. ἔτραφον) ; τράφεν in all codd. of Il.1.251, 266, Od.14.201, also (with v. l. τράφον ) in 4.723: the vox nihili ἐτράφεμεν, found in Il.23.84 as cited by Aeschin.1.149, was emended by Scaliger to ἐτράφομεν:—the redupl. [ per.] 3sg.τέτραφ' Il.21.279
, [ per.] 3pl.τέτραφεν 23.348
, are ff. ll., though found in many codd. Later this [tense] aor. became obsolete, except in [dialect] Ep. imitators, as in Call.Jov.55, Opp.H.1.774. -
3 κατά-φοβος
κατά-φοβος, voll Furcht, erschreckt; κατάφοβος ἦν, μὴ περιπέσῃ συμφοραῖς Pol. 10, 7, 7; τοὺς ἐλέφαντας κατάφοβοι, voll Furcht vor den Elephanten, 1, 39, 12; τὸ μέλλον 3, 107, 15, öfter; Plut. Dion. 4.
-
4 νευρο-κοπέω
νευρο-κοπέω, die Sehnen einschneiden u. dadurch lähmen; τοὺς ἐλέφαντας, Pol. 31, 12, 11; Strab. u. a. Sp.
-
5 αντεπαφιημι
-
6 αντιπρωρος
21) обращенный носовой частью вперед или к противнику(ναῦς Thuc., Polyb., Plut.; τριήρεις Xen.)
γενεσθαι ἀντίπρῳρόν τινι Her. — выстроиться фронтом к кому-л.;ταῖς ναυσὴν ἀντιπρῴροις χρῆσθαι Thuc. — атаковать флот с фронта2) обращенный лицом впередἀντίπρῳρα σείοντες βέλη Eur. — потрясая копьями, обращенными к противнику3) находящийся впередиτάδ΄ ἀντίπρῳρά σοι βλέπειν πάρεστι Soph. — ты можешь видеть это воочию;
κατ΄ ἀντίπρῳρα ναυστάθμων Eur. — впереди корабельных стоянок -
7 αντιπρωρρος
21) обращенный носовой частью вперед или к противнику(ναῦς Thuc., Polyb., Plut.; τριήρεις Xen.)
γενεσθαι ἀντίπρῳρόν τινι Her. — выстроиться фронтом к кому-л.;ταῖς ναυσὴν ἀντιπρῴροις χρῆσθαι Thuc. — атаковать флот с фронта2) обращенный лицом впередἀντίπρῳρα σείοντες βέλη Eur. — потрясая копьями, обращенными к противнику3) находящийся впередиτάδ΄ ἀντίπρῳρά σοι βλέπειν πάρεστι Soph. — ты можешь видеть это воочию;
κατ΄ ἀντίπρῳρα ναυστάθμων Eur. — впереди корабельных стоянок -
8 εγχαλινοω
1) взнуздывать(ἵππον Babr., Plut. и τοὺς ἐλέφαντας Luc.; ἵππος ἐγκεχαλινωμένος Xen. и ἐγχαλινωθείς Plut.; о пленниках ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her.)
2) обуздывать, сдерживать(ὅ ἐγκεχαλινωμένος τῇ ὀλιγαρχία δῆμος Plut.)
-
9 νευροκοπεω
подрезать поджилки, перерезкой сухожилий лишать возможности двигаться(τοὺς ἐλέφαντας Polyb.)
-
10 ἀγγοπήνια
ἀγγοπήνια· τὰ τῶν μελισσῶν κηρία. Hsch., Suid. [full] ἀγγόρπη· ᾧ τοὺς ἐλέφαντας τύπτουσι σιδήρψ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγοπήνια
-
11 κατάφοβος
κατά-φοβος, voll Furcht, erschreckt; τοὺς ἐλέφαντας κατάφοβοι, voll Furcht vor den Elephanten -
12 κατασκευάζω
A (Athens, iv B.C.), IPE12.32B53 (Olbia, iii B.C.): [dialect] Dor. [tense] aor. - εσκεύαξα Ti. [dialect] Locr.94d, Test.Epict.1.14, alsoκατεσκέαξα Africa Italiana 1.330
([place name] Cyrene): [dialect] Boeot. [tense] aor. inf. (Tanagra, iii B.C.): [tense] pf.- εσκεύᾰκα D.42.30
: [tense] fut. [voice] Med. [ per.] 3sg. (Halic.): [dialect] Dor. [tense] aor. [voice] Med.- εσκευαξάμην Test.Epict.1.9
:—equip, furnish fully with.., [ πᾶσι] κ. τὸ πλοῖον with all appliances, D.18.194:—[voice] Med., τοὺς ἵππους Χαλκοῖς.. προβλήμασι κ. X.Cyr.6.1.51:—freq. in [voice] Pass., , cf. 2.44; κατασκευὴ Χρυσῶ τε καὶ ἀργύρω κατεσκ. Id.9.82;οἷς ἡ Χώρα κατεσκεύασται Th.6.91
.2 without dat., furnish, equip fully,τὴν Χώραν X.An.1.9.19
;κ. τινὰ ἐπὶ στρατιάν Id.Cyr.3.3.3
; [ ἐλέφαντας]κ. πρὸς τὴν πολεμικὴν Χρείαν OGI54.12
(Adule, iii B.C.):—[voice] Med., κ. τοὺς ὄνους having got his asses ready, Hdt.2.121.δ, etc.:—[voice] Pass., , cf. 8.24; ἔργα -ασμένα cultivated farms, Anaxag.4; of persons, to be under treatment, Phld. Lib.p.3 O., al.3 construct, build,γέφυραν Hdt.1.186
([voice] Pass.);διδασκαλεῖον Antipho 6.11
; ; ; ἱερὰ θυσίας τε αὑτοῖς κ. Id.Criti. 113c;ἐπιτείχισμ' ἐπὶ τὴν Ἀττικήν D. 18.71
: generally, prepare, arrange, establish,κ. δημοκρατίαν X.HG 2.3.36
;δύναμιν τῇ πόλει And.3.39
; ;ἰσότητα τῆς οὐσίας Id.Lg. 684d
, cf. Arist.Pol. 1265a39;ὀλιγαρχίαν Id.Ath. 37.1
;ναύτας D.50.36
; κ. τινὰς μελέτῃ train them, X.Cyr.8.1.43, etc.; turn out,πολιτικούς Phld.Rh.2.264
S., al.:—[voice] Med., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν prepare it, make ready for it, v.l. for παρασκ- in Th.2.85; make for oneself, esp. build a house and furnish it, opp.ἀνασκευάζομαι Id.1.93
, 2.17; unpack, opp. ἀνασκ., X.Cyr.8.5.2;κ. ἐρημίαν αὑτῶ Pl.Lg. 730c
, etc.; κ. τ ράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; κατασκευάζομαι τέχνην μυρεψικήν I am setting up as a perfumer, Lys.Fr. 1.2; ; [ πρόσοδον] οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο made themselves a good [income], D.27.61, cf. And.4.11.4 of fraudulent transactions, fabricate, trump up,πρόφασιν X.Cyr.2.4.17
; ;λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν Id.21.103
, cf.92;Χρέα ψευδῆ Id.42.30
, cf.45.22 ([voice] Pass.); of persons, suborn,λογοποιούς Din.1.35
; set up,ἢ.. ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον Arist.Pol. 1306a1
; οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν men prepared for the purpose, D.18.151;κατεσκ. δανεισταί Id.42.28
: c. inf.,τὸν ἀνεψιὸν.. κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν Id.55.1
.5 c. dupl. acc., make, render, [ φρούρια]κ. ὡς ἐχυρώτατα X.Cyr.2.4.17
; ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ, Pl.Lg. 795a;φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι D.20.158
; J.;κ. τινὰ τοιοῦτον.. Arist.Rh. 1380a2
(also with Adv., πρὸς ἑαυτὸν κ. εὖ τὸν ἀκροατήν render the audience favourably disposed towards oneself, 1419b11).6 represent as so and so, κ. τινὰς παροίνους, ὑβριστάς, ἀγνώμονας, D.54.14, cf. 45.82; εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις unless you make out a Gorgias to be Nestor, Pl.Phdr. 261c.7 in argument, maintain, prove, τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων.. ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε tried to make out that.., D.21.110;κ. ὅτι.. Arr.Epict.3.15.14
, S.E.P.1.32; κ. τῶ λόγψ establish a proposition by reasoning, Damian.Opt.5;διὰ λόγου -σκευασθήσεται Phld. Sign.6
.8 in Logic, construct a positive argument, opp. ἀναιρέω, ἀνασκευάζω (of negative arguments), Arist.Rh. 1401b3, cf. Plu.2.1036b, etc.: Philos., κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν construct, postulate, Arist.EN 1096a19, cf. Metaph. 984b25, al.9 Geom., construct, Euc.5.7 ([voice] Pass.), Archim.Sph.Cyl.2.6 ([voice] Pass.); solve by a construction,πρόβλημα Papp. 54.25
.10 Rhet., frame,ὀνόματα D.H.Comp.16
; elaborate, ;λόγος κατεσκευασμένος Str. 1.2.6
.11 abs. in [voice] Med., prepare oneself or make ready for doing,ὡς πολεμήσοντες Th.2.7
;ὡς οἰκήσων X.An.3.2.24
;ὡς εἰς μάχην Paus. 5.21.14
.12 [voice] Pass., of disease, to become established,- σκευαζομένου τοῦ πάθους Gal.8.332
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκευάζω
-
13 ἐκδέχομαι
I mostly of persons,1 take or receive from another,οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο Il.13.710
;Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί A.Ch. 762
; of a beacon-fire,τρίτον Ἀθῷον αἶπος..ἐξεδέξατο Id.Ag. 285
; ἐ. τὴν αἰτίαν take it on oneself, D.19.37.2 of a successor,ἐ. τὴν βασιληΐην Hdt.1.26
, etc.: freq. with acc. omitted, ἐξεδέξατο Σαδυάττης (sc. τὴν βασιληΐην) S. succeeded, ib.16, cf. 103,al. ; παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, [τὴν τέχνην], Id.1.7,2.166 ; so ἐκδεξάμενοι (sc. τὴν μάχην) Id.7.211.3 take up the argument,ὥσπερ σφαῖραν ἐ. τὸν λόγον Pl.Euthd. 277b
; ἐκδεξάμενος (sc. τὸν λόγον) ;ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..ὁ δ' ἐκδεξάμενος D.18.21
.4 wait for, expect,κεῖνον ἐνθάδ' ἐ. S.Ph. 123
;ἐλέφαντας Plb.3.45.6
;ἀλλήλους 1 Ep.Cor.11.33
; ἐ. μεθ' ἡσυχίας ἕως.. D.H.6.67 ; πότε.. Tryph.l.c.: abs., wait, ἕως.. POxy.1673.8 (ii A.D.).5 take or understand in a certain sense,οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arist.EN 1120a3
;τοὺς λόγους Plb.10.18.12
;πρὸς τὸ συμφέρον D.S.14.56
.II of events, await, τοὺς Σκύθας..ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος Hdt.4.1
; ἐ. [ αὐτοὺς]περίοδος τῆς λίμνης μακρή Id.1.185
.2 of contiguous countries, come next, ἀπὸ ταύτης (sc. τῆς Περσικῆς)ἐ. Ἀσσυρίη Id.4.39
, cf. 99, Peripl.M. Rubr.27.3 in Archit., support,καμάραν D.S.18.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδέχομαι
-
14 ἐπαφίημι
A throw at, discharge at,τὰ παλτά X.Cyr.4.1.3
;κεραμίδα τινί Plu.2.241b
; let loose upon, πρόβατα allow them to graze, Thphr. HP8.7.4, cf. BGU1251.11 (iii/ii B.C.), etc.;τοὺς ἱππεῖς τοῖς ἱππεῦσι Plb. 11.22.8
;τοὺς εὐζώνους Id.10.39.3
;ἐλέφαντας ἐ. τινί Paus.1.12.3
, etc.;ἐμαυτόν τισι Alciphr.1.22
:—[voice] Pass., εὐθὺ τὸν λίθον ἐπαφίεσθαι Aen. Tact.32.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαφίημι
-
15 ἐπ-αφ-ίημι
ἐπ-αφ-ίημι (s. ἵημι), gegen Einen loslassen; παλτά, schleudern, Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἅρματα Luc. Zeux. 9; ἐλέφαντάς τινι Paus. 1, 12, 3; τοὺς κύνας τινί, auf Einen hetzen, Schol. Ar. Vesp. 705; κεραμίδα ἐπαφῆκεν αὐτῷ, warf auf ihn, Plut. Lacaen. apophth. p. 259; ἑαυτὸν τῷ πλακοῦντι, auf den Kuchen losstürzen, Alciphr. 1, 22; – φωνήν, von sich geben, Arist. mirab. ausc. 175; – τὰς ὄψεις τινί, die Augen auf Etwas richten, Hel.
-
16 εμβιβαζω
1) сажать, грузить(τινὰ ἐς κελήτιον Thuc.; εἰς πλοῖον, med. εἰς τὰς ναῦς Xen.; εἰς ὄχημα Plat.; ἐλέφαντας εἴκοσι Plut.)
2) приводить(εἰς τὸ λῷστον ἴχνος τινά Eur.; τινὰ εἰς δικαιοσύνην Xen.; τινὰς εἰς ἀπέχθειαν Polyb.)
εἰς τοὺς ὑπὲρ τῶν πεπραγμένων λόγους ἐ. τινά Dem. — заставить кого-л. говорить о своих поступках
См. также в других словарях:
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
ελέφαντας, θαλάσσιος — Πτερυγόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές και έχει μήκος 6 7 μ. στο αρσενικό και περίπου 4 μ. στο θηλυκό. Το βάρος του φτάνει τους 3 και 1,5 τόνους αντίστοιχα. Η αξιοσημείωτη… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
επαφίεμαι — (AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω) νεοελλ. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση τού δικαστηρίου») αρχ. μσν. 1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί 2. αφήνω κάτι να καλυφθεί 3. ρίχνω εναντίον… … Dictionary of Greek
κατάφοβος — η, ο (AM κατάφοβος, ον) περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.) αρχ. αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φοβος (< φόβος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek